χωράρχης

χωράρχης
ὁ, ΜΑ
κύριος, δεσπότης, άρχοντας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ-άρχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωραρχία — ἡ, ΜΑ, και χωριαρχία Α [χωράρχης] μσν. η κυριαρχία σε χώρα αρχ. περιοχή που ανήκει στη δικαιοδοσία ενός διοικητή …   Dictionary of Greek

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”